Απαραίτητη σημείωση: το διήγημα κατατέθηκε εχθές, τελευταία μέρα της προθεσμίας, αλλά επειδή έφτασε στο φάκελο ανεπιθύμητης αλληλογραφίας της ηλεκτρονικής μας διεύθυνσης, δεν έγινε αντιληπτό! Επομένως, αφού η μη έγκαιρη δημοσίευσή του οφείλεται σε τεχνικό σφάλμα και όχι σε εκπρόθεσμη αποστολή, το δημοσιεύουμε σήμερα και θεωρούμε έγκυρη τη συμμετοχή.
“Ντιν, ντιν, ντιν...Καλημέρα. Καλημέρα. Καλημέρα.”, είπε η φωνή μιας κυρίας, την οποία ο Τζίμι είχε ακούσει άπειρες φορές.
“Καλημέρα.”,αναφώνησε ο Τζίμι.
Τα μάτια του άνοιξαν μηχανικά. Είχε προσπαθήσει να τα κρατήσει κλειστά, αλλά ποιο το νόημα; Δεν τα είχε καταφέρει ποτέ. Σαν να τον σταματούσε μία ανώτερη δύναμη που δεν μπορούσε ο ίδιος να ελέγξει, παρά να υπακούσει.
“Καλημέρα.”,αναφώνησε ο Τζίμι.
Τα μάτια του άνοιξαν μηχανικά. Είχε προσπαθήσει να τα κρατήσει κλειστά, αλλά ποιο το νόημα; Δεν τα είχε καταφέρει ποτέ. Σαν να τον σταματούσε μία ανώτερη δύναμη που δεν μπορούσε ο ίδιος να ελέγξει, παρά να υπακούσει.
“Χρόνια πολλά Τζίμι”, του είπε μία φωνούλα.
Τι ήταν; Από πού προερχόταν; Δεν είχε σημασία. Βιαζόταν πολύ. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει, του το είχε μάθει αυτό η μητέρα. Και ξέρει πολύ καλά ότι δεν αστειεύεται καθόλου. Πλύθηκε, ντύθηκε και βάλθηκε να διαλέγει τι θα φάει για πρωινό. Κορν φλέικς με γεύση cookies, καραμέλα, ή φράουλα; Μόνο αυτά είχε στο ντουλάπι του. Ήθελε να πάρει αυτά με διπλή γέμιση σοκολάτα από το κέντρο συλλογής και πώλησης τροφής, αλλά η τιμή τους είχε ανέβει, τόσο πολύ, που πλέον ήταν άφταστη για εκείνον, έναν απλό νεοσύλλεκτο.
“Σήμερα όμως αυτό θα αλλάξει”, σκέφτηκε.
Τελικά διάλεξε με γεύση φράουλα. Έφαγε σε ακριβώς δέκα λεπτά και βγήκε από το διαμέρισμά του.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ”, φώναξε με μεγάλη δύναμη η φωνούλα μέσα στο κεφάλι του μετά από λίγη ώρα. Τόσο μεγάλη, που ο Τζίμι έχασε την ισορροπία του και παραλίγο να πέσει κάτω.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ.ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ.”, ξαναφώναξε η φωνούλα. Η δύναμή της ήταν ακόμα μεγαλύτερη από πριν, σαν να επέμενε να την ακούσει, να της δώσει προσοχή. Ο Τζίμι νευρίασε.
“Ω, μητέρα”, σκέφτηκε. “Ήδη τράβηξα την προσοχή.”, και είχε δίκιο. Ένα μάτι είχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε επίμονα.
Ύστερα ο Τζίμι απευθύνθηκε στην φωνούλα. “Μα τι θέλεις επιτέλους; Εσύ είσαι εκείνη η φωνούλα που… που πριν...”, ο Τζίμι σταμάτησε. Δεν ήξερε τι να πει.
“Που σου ευχήθηκα χρόνια πολλά, θες να πεις;”, συμπλήρωσε η φωνούλα, και το είπε λες και ήταν κάτι απλό, κάτι φυσιολογικό.
“Μα τι σημαιν... Αχ, ξέχνα το. Πρέπει να επικεντρωθώ στον σκοπό μου. Πρέπει να γίνω χρήσιμος.”, είπε παπαγαλίζοντας το βασικότερο μάθημα που του είχε διδάξε κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του ως νεοσύλλεκτο, όπως σε όλους, η μητέρα. “Γι’ αυτό με συγχωρείς, θα πρέπει να σε αγνοήσω.”
Η φωνούλα δεν μίλησε. Είχε φύγει. “Καλύτερα έτσι”, σκέφτηκε.
Ο φίλος μας συνέχισε τον δρόμο του χωρίς άλλες διακοπές και χρονοτριβές. Μετά από λιγο, έφτασε στους ανελκυστήρες. Ήταν όλοι ασημένιοι με κόκκινα πατώματα. Προχώρησε κι έκανε να ανέβει σε ένα από αυτούς, όταν ένα μάτι τον σταμάτησε. “Απαγορεύεται η είσοδος στους νεοσύλλεκτους”, είπε με την ρομποτική του χωρίς σκαμπανεβάσματα φωνή. Ο Τζίμι παρατήρησε την κόκκινη πινακίδα που ήταν κολλημένη, ίδια σε κάθε ασανσέρ: “Μόνο για αληθινά μέλη”, έγραφε. Τότε συνειδητοποίησε την βλακεία που έκανε. “Λάθος μου”, είπε απλώς και έφυγε. Από πίσω του το μάτι που τον σταμάτησε προηγουμένως σημείωνε κάτι κοιτάζοντας τον αριθμό που αναγραφόταν στο πίσω μέρος της στολής του Τζίμι.
“Διατάραξε την ηρεμία και την τάξη”, σκέφτηκε ο Τζίμι και ανατρίχιασε. Δεν ήθελε να τον υποβαθμίσουν, ειδικά όχι τη μέρα που θα γινόταν μέλος, αληθινό μέλος.
“Τι, απλά φεύγεις και ακολουθείς την διαταγή ενός...ματιού; Έχεις αλλάξει πολύ Τζίμι, ή μήπως να σε λέω καλύτερα 1- 14 - 9 - 15 - 11 - 20 - 16 - 7 - 19 - 15 ; Χιχιχι…”
Παύση, Κάποιο αστείο θα είχε κάνει η φωνούλα για να γελούσε έτσι, αλλά ο Τζίμι δεν το κατάλαβε.
Η φωνούλα συνέχισε: “Τι, δεν τον θυμάσαι; Τον κώδικα που είχαμε σκαρφιστεί όταν ήσουν μικρός;”
Όχι, δεν μπορεί. Δεν θυμόταν τίποτα. Επιπλέον, όλη η ιστορία είχε αρχίσει πλέον να τον κουράζει.
“Λοιπόν, 1- 14 - 9 - 15 - 11 - 20 - 16 - 7 - 19 - 15 ή όπως αλλιώς θα σε φωνάζουν τώρα που θα γίνεις ένα αληθινό μέλος,”, συνέχισε, “είμαι περήφανη για σένα. Μπράβο σου. Μην ξεχνάς, όμως, μπορείς ακόμα να κάνεις πίσω. Να με βρεις και να ζήσουμε μαζί, όπως παλιά.”
“Άσε με ήσυχο!”, της απάντησε και η φωνούλα δεν μπήκε στον κόπο να του χαλάσει την τόσο πολύτιμή του ησυχία. Έτσι κι αλλιώς πλησίαζαν όλο και περισσότερο στο κέντρο προσθήκης νέων αληθινών μελών, και όσο προχωρούσαν, τόσο περισσότερη ισχύ έχανε.
Ο νεοσύλλεκτος έφτασε στους ανελκυστήρες του επιπέδου του και σκέφτηκε με ανακούφιση ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα ανέβαινε σ’ αυτό το μπρούτζινο τερατούργημα.
Στο διπλανό ανελκυστήρα βρισκόταν ένας άλλος νεοσύλλεκτος. Κοιτώντας από τα ρούχα του και τον περιττό, όπως θεωρούσε ο Τζίμι, ενθουσιασμό, μπορούσες να καταλάβεις ότι μόλις ήρθε στο επίπεδο νεοσυλλέκτων και προετοιμαζόταν για την πρώτη μέρα της εκπαίδευσής του. Μόλις πήρε χαμπάρι τον Τζίμι, τον χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο που ο Τζίμι είχε να δει καιρό.
“Τι ανώριμος”, σκέφτηκε ο Τζίμι. Παρ’ όλα αυτά, το χέρι του σηκώθηκε και τον χαιρέτησε κι αυτός. Όχι, δεν το έλεγχε ο ίδιος,ήταν πάλι μία ανώτερη δύναμη, όχι όμως η ίδια που τον ξυπνάει κάθε πρωί. Όχι, ήταν κάτι… διαφορετικό. Πριν προλάβει να καταλάβει περισσότερα, το χέρι του έπεσε απότομα. Η δύναμη που τον έκανε να χαιρετήσει τον νεοσύλλεκτο είχε χάσει πολλή ισχύ. Δεν θα άντεχε για πολύ, ειδικά τώρα που έφτασαν στον…
“‘ΕΚΤΟΣ ΌΡΟΦΟΣ.ΕΚΤΟΣ ΌΡΟΦΟΣ.ΕΚΤΟΣ ΌΡΟΦΟΣ. Παρακαλώ κατεβείτε.”, είπε η φωνή που ξυπνάει τον Τζίμι κάθε πρωί. Ευτυχώς, δηλαδή, που μίλησε, γιατί ο Τζίμι είχε συγχυστεί τόσο πολύ, που παραλίγο να παραμείνει στο ασανσέρ, καθηλωμένος στις κόκκινες αφίσες με τα τεράστια ασημένια γράμματα που έλεγαν “ΓΙΝΕ ΧΡΗΣΙΜΟΣ. ΓΙΝΕ ΑΛΗΘΙΝΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ”.
Επιτέλους ο φίλος μας κατέβηκε από τον ανελκυστήρα και έδιωξε όποια άλλη σκέψη τριγύριζε ελεύθερη στο κεφάλι του, προσπαθώντας να εστιάσει στον σκοπό του. Προχώρησε προς την κατεύθυνση που του έδειχναν τα κόκκινα βελάκια που κρατούσαν ένα είδος ασημένιων ματιών που δεν είχε ξαναδεί. Όχι βρώμικα και μπρούτζινα με κόκκινα μάτια, αλλά ασημένια σε σφαιρικό σχήμα μεγέθους τεσσάρων κανονικών ματιών μαζί. Προχωρούσε, προχωρούσε, προχωρούσε, αλλά δεν σταματούσε.
“Εστίασε στον σκοπό σου. Εστίασε στον σκοπό σου.”, σκέφτηκε πάλι.
Τελικά έφτασε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, αντικρίζοντας ένα τεράστιο πλήθος που περίμενε πίσω από ένα μεγάλο μηχάνημα που έμοιαζε με πόρτα κι ήταν κι αυτό ασημένιο.
“Από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί; Εμένα επέλεξαν, με χρειάζονται!”, σκέφτηκε και βάλθηκε πάλι να περιμένει.
Όση τάξη υπήρχε στην αίθουσα που περίμενε ο Τζίμι, τόσο χαοτικές ήταν οι σκέψεις του.
“Είπαν ότι είμαι ο εκλεκτός! Όλοι,οι αφίσες, τα μάτια! Είπαν ότι...ότι μπορώ να βοηθήσω την κοινωνία μας! Ότι έχω έναν σκοπό! ”, σκέφτηκε. Μπροστά του στην ουρά περίμεναν μόνο δέκα άτομα.
“Είπαν ότι είμαι μοναδικός, ότι μπορώ επιτέλους να φύγω από την άθλια τάξη των νεοσυλλέκτων! Μου το υποσχέθηκαν!”
Εφτά άτομα μπροστά.
“Κοίτα με, εδώ, στην αίθουσα με τα αληθινά μέλη! Μόνο που αντί για δέκα εκλεκτοί, είναι χιλιάδες! Τι θα κάνω, τι θα κάνω; ”
Τέσσερα άτομα.
“Ήταν όλα μία… μία παγίδα. Που με έπιασε στα δίχτυα της και μετά με καταβρόχθισε, σαν να ‘μουν ποντίκι! Υπάρχει τρόπος να γυρίσω πίσω; Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει! ”
Κοιτάει πίσω του. Εκατοντάδες μάτια να επιβλέπουν και χιλιάδες νεοσύλλεκτοι να περιμένουν πίσω του με ανυπομονησία. Αδύνατον να ξεφύγει.
Δύο άτομα.
“Βοήθεια! Κάποιος να με βοηθήσει!”, προσπάθησε να φωνάξει αλλά η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος μέσα στο πλήθος. Τίποτα παραπάνω.
Ένα άτομο.
“Δεν θα ξεχάσω. Ωχ, στο υπόσχομαι, δεν θα τους αφήσω να με κάνουν να σε ξεχάσω.”, είπε στην φωνούλα, την μητέρα του, την δική του μητέρα. Όχι και όλων των άλλων.
Ήταν η σειρά του.
“Ζητείται ελπίς!”, είπε η μητέρα του, συγκεντρώνοντας όλη της τη δύναμη.
“Ζητείται ελπίς!”, ψιθύρισε κι ο ίδιος. Τι σήμαινε; Δεν τον ένοιαζε. Φτάνει που ξαναενώθηκε με την μητέρα του, που θυμήθηκε.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ!”, είπαν κι οι δύο, σαν ένα.
Το μάτι τού άνοιξε την “πόρτα”.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ!”
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ!”
Ο Τζίμι περπάτησε και, αργά αργά, πέρασε το μηχάνημα.
“Μην με ξεχάσεις”
“Ζητείται ελπίς”
“Ζητείται...ελπίς”
“Ζητείται ...”
“Ζητείται...”
“Ο επόμενος, παρακαλώ.”, είπε το μάτι.
Κι άλλες αφίσες μπροστά, αυτήν τη φορά χρυσές. Η πόρτα πίσω του είχε γίνει μπρούτζινη.
Συνέχισε να προχωράει, με ένα κενό βλέμμα στα μάτια του.
Ελένη Μουχλή
Photo Credits: Kathrik Sridharan
Τι ήταν; Από πού προερχόταν; Δεν είχε σημασία. Βιαζόταν πολύ. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει, του το είχε μάθει αυτό η μητέρα. Και ξέρει πολύ καλά ότι δεν αστειεύεται καθόλου. Πλύθηκε, ντύθηκε και βάλθηκε να διαλέγει τι θα φάει για πρωινό. Κορν φλέικς με γεύση cookies, καραμέλα, ή φράουλα; Μόνο αυτά είχε στο ντουλάπι του. Ήθελε να πάρει αυτά με διπλή γέμιση σοκολάτα από το κέντρο συλλογής και πώλησης τροφής, αλλά η τιμή τους είχε ανέβει, τόσο πολύ, που πλέον ήταν άφταστη για εκείνον, έναν απλό νεοσύλλεκτο.
“Σήμερα όμως αυτό θα αλλάξει”, σκέφτηκε.
Τελικά διάλεξε με γεύση φράουλα. Έφαγε σε ακριβώς δέκα λεπτά και βγήκε από το διαμέρισμά του.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ”, φώναξε με μεγάλη δύναμη η φωνούλα μέσα στο κεφάλι του μετά από λίγη ώρα. Τόσο μεγάλη, που ο Τζίμι έχασε την ισορροπία του και παραλίγο να πέσει κάτω.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ.ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ.”, ξαναφώναξε η φωνούλα. Η δύναμή της ήταν ακόμα μεγαλύτερη από πριν, σαν να επέμενε να την ακούσει, να της δώσει προσοχή. Ο Τζίμι νευρίασε.
“Ω, μητέρα”, σκέφτηκε. “Ήδη τράβηξα την προσοχή.”, και είχε δίκιο. Ένα μάτι είχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε επίμονα.
Ύστερα ο Τζίμι απευθύνθηκε στην φωνούλα. “Μα τι θέλεις επιτέλους; Εσύ είσαι εκείνη η φωνούλα που… που πριν...”, ο Τζίμι σταμάτησε. Δεν ήξερε τι να πει.
“Που σου ευχήθηκα χρόνια πολλά, θες να πεις;”, συμπλήρωσε η φωνούλα, και το είπε λες και ήταν κάτι απλό, κάτι φυσιολογικό.
“Μα τι σημαιν... Αχ, ξέχνα το. Πρέπει να επικεντρωθώ στον σκοπό μου. Πρέπει να γίνω χρήσιμος.”, είπε παπαγαλίζοντας το βασικότερο μάθημα που του είχε διδάξε κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του ως νεοσύλλεκτο, όπως σε όλους, η μητέρα. “Γι’ αυτό με συγχωρείς, θα πρέπει να σε αγνοήσω.”
Η φωνούλα δεν μίλησε. Είχε φύγει. “Καλύτερα έτσι”, σκέφτηκε.
Ο φίλος μας συνέχισε τον δρόμο του χωρίς άλλες διακοπές και χρονοτριβές. Μετά από λιγο, έφτασε στους ανελκυστήρες. Ήταν όλοι ασημένιοι με κόκκινα πατώματα. Προχώρησε κι έκανε να ανέβει σε ένα από αυτούς, όταν ένα μάτι τον σταμάτησε. “Απαγορεύεται η είσοδος στους νεοσύλλεκτους”, είπε με την ρομποτική του χωρίς σκαμπανεβάσματα φωνή. Ο Τζίμι παρατήρησε την κόκκινη πινακίδα που ήταν κολλημένη, ίδια σε κάθε ασανσέρ: “Μόνο για αληθινά μέλη”, έγραφε. Τότε συνειδητοποίησε την βλακεία που έκανε. “Λάθος μου”, είπε απλώς και έφυγε. Από πίσω του το μάτι που τον σταμάτησε προηγουμένως σημείωνε κάτι κοιτάζοντας τον αριθμό που αναγραφόταν στο πίσω μέρος της στολής του Τζίμι.
“Διατάραξε την ηρεμία και την τάξη”, σκέφτηκε ο Τζίμι και ανατρίχιασε. Δεν ήθελε να τον υποβαθμίσουν, ειδικά όχι τη μέρα που θα γινόταν μέλος, αληθινό μέλος.
“Τι, απλά φεύγεις και ακολουθείς την διαταγή ενός...ματιού; Έχεις αλλάξει πολύ Τζίμι, ή μήπως να σε λέω καλύτερα 1- 14 - 9 - 15 - 11 - 20 - 16 - 7 - 19 - 15 ; Χιχιχι…”
Παύση, Κάποιο αστείο θα είχε κάνει η φωνούλα για να γελούσε έτσι, αλλά ο Τζίμι δεν το κατάλαβε.
Η φωνούλα συνέχισε: “Τι, δεν τον θυμάσαι; Τον κώδικα που είχαμε σκαρφιστεί όταν ήσουν μικρός;”
Όχι, δεν μπορεί. Δεν θυμόταν τίποτα. Επιπλέον, όλη η ιστορία είχε αρχίσει πλέον να τον κουράζει.
“Λοιπόν, 1- 14 - 9 - 15 - 11 - 20 - 16 - 7 - 19 - 15 ή όπως αλλιώς θα σε φωνάζουν τώρα που θα γίνεις ένα αληθινό μέλος,”, συνέχισε, “είμαι περήφανη για σένα. Μπράβο σου. Μην ξεχνάς, όμως, μπορείς ακόμα να κάνεις πίσω. Να με βρεις και να ζήσουμε μαζί, όπως παλιά.”
“Άσε με ήσυχο!”, της απάντησε και η φωνούλα δεν μπήκε στον κόπο να του χαλάσει την τόσο πολύτιμή του ησυχία. Έτσι κι αλλιώς πλησίαζαν όλο και περισσότερο στο κέντρο προσθήκης νέων αληθινών μελών, και όσο προχωρούσαν, τόσο περισσότερη ισχύ έχανε.
Ο νεοσύλλεκτος έφτασε στους ανελκυστήρες του επιπέδου του και σκέφτηκε με ανακούφιση ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα ανέβαινε σ’ αυτό το μπρούτζινο τερατούργημα.
Στο διπλανό ανελκυστήρα βρισκόταν ένας άλλος νεοσύλλεκτος. Κοιτώντας από τα ρούχα του και τον περιττό, όπως θεωρούσε ο Τζίμι, ενθουσιασμό, μπορούσες να καταλάβεις ότι μόλις ήρθε στο επίπεδο νεοσυλλέκτων και προετοιμαζόταν για την πρώτη μέρα της εκπαίδευσής του. Μόλις πήρε χαμπάρι τον Τζίμι, τον χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο που ο Τζίμι είχε να δει καιρό.
“Τι ανώριμος”, σκέφτηκε ο Τζίμι. Παρ’ όλα αυτά, το χέρι του σηκώθηκε και τον χαιρέτησε κι αυτός. Όχι, δεν το έλεγχε ο ίδιος,ήταν πάλι μία ανώτερη δύναμη, όχι όμως η ίδια που τον ξυπνάει κάθε πρωί. Όχι, ήταν κάτι… διαφορετικό. Πριν προλάβει να καταλάβει περισσότερα, το χέρι του έπεσε απότομα. Η δύναμη που τον έκανε να χαιρετήσει τον νεοσύλλεκτο είχε χάσει πολλή ισχύ. Δεν θα άντεχε για πολύ, ειδικά τώρα που έφτασαν στον…
“‘ΕΚΤΟΣ ΌΡΟΦΟΣ.ΕΚΤΟΣ ΌΡΟΦΟΣ.ΕΚΤΟΣ ΌΡΟΦΟΣ. Παρακαλώ κατεβείτε.”, είπε η φωνή που ξυπνάει τον Τζίμι κάθε πρωί. Ευτυχώς, δηλαδή, που μίλησε, γιατί ο Τζίμι είχε συγχυστεί τόσο πολύ, που παραλίγο να παραμείνει στο ασανσέρ, καθηλωμένος στις κόκκινες αφίσες με τα τεράστια ασημένια γράμματα που έλεγαν “ΓΙΝΕ ΧΡΗΣΙΜΟΣ. ΓΙΝΕ ΑΛΗΘΙΝΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ”.
Επιτέλους ο φίλος μας κατέβηκε από τον ανελκυστήρα και έδιωξε όποια άλλη σκέψη τριγύριζε ελεύθερη στο κεφάλι του, προσπαθώντας να εστιάσει στον σκοπό του. Προχώρησε προς την κατεύθυνση που του έδειχναν τα κόκκινα βελάκια που κρατούσαν ένα είδος ασημένιων ματιών που δεν είχε ξαναδεί. Όχι βρώμικα και μπρούτζινα με κόκκινα μάτια, αλλά ασημένια σε σφαιρικό σχήμα μεγέθους τεσσάρων κανονικών ματιών μαζί. Προχωρούσε, προχωρούσε, προχωρούσε, αλλά δεν σταματούσε.
“Εστίασε στον σκοπό σου. Εστίασε στον σκοπό σου.”, σκέφτηκε πάλι.
Τελικά έφτασε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, αντικρίζοντας ένα τεράστιο πλήθος που περίμενε πίσω από ένα μεγάλο μηχάνημα που έμοιαζε με πόρτα κι ήταν κι αυτό ασημένιο.
“Από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί; Εμένα επέλεξαν, με χρειάζονται!”, σκέφτηκε και βάλθηκε πάλι να περιμένει.
Όση τάξη υπήρχε στην αίθουσα που περίμενε ο Τζίμι, τόσο χαοτικές ήταν οι σκέψεις του.
“Είπαν ότι είμαι ο εκλεκτός! Όλοι,οι αφίσες, τα μάτια! Είπαν ότι...ότι μπορώ να βοηθήσω την κοινωνία μας! Ότι έχω έναν σκοπό! ”, σκέφτηκε. Μπροστά του στην ουρά περίμεναν μόνο δέκα άτομα.
“Είπαν ότι είμαι μοναδικός, ότι μπορώ επιτέλους να φύγω από την άθλια τάξη των νεοσυλλέκτων! Μου το υποσχέθηκαν!”
Εφτά άτομα μπροστά.
“Κοίτα με, εδώ, στην αίθουσα με τα αληθινά μέλη! Μόνο που αντί για δέκα εκλεκτοί, είναι χιλιάδες! Τι θα κάνω, τι θα κάνω; ”
Τέσσερα άτομα.
“Ήταν όλα μία… μία παγίδα. Που με έπιασε στα δίχτυα της και μετά με καταβρόχθισε, σαν να ‘μουν ποντίκι! Υπάρχει τρόπος να γυρίσω πίσω; Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει! ”
Κοιτάει πίσω του. Εκατοντάδες μάτια να επιβλέπουν και χιλιάδες νεοσύλλεκτοι να περιμένουν πίσω του με ανυπομονησία. Αδύνατον να ξεφύγει.
Δύο άτομα.
“Βοήθεια! Κάποιος να με βοηθήσει!”, προσπάθησε να φωνάξει αλλά η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος μέσα στο πλήθος. Τίποτα παραπάνω.
Ένα άτομο.
“Δεν θα ξεχάσω. Ωχ, στο υπόσχομαι, δεν θα τους αφήσω να με κάνουν να σε ξεχάσω.”, είπε στην φωνούλα, την μητέρα του, την δική του μητέρα. Όχι και όλων των άλλων.
Ήταν η σειρά του.
“Ζητείται ελπίς!”, είπε η μητέρα του, συγκεντρώνοντας όλη της τη δύναμη.
“Ζητείται ελπίς!”, ψιθύρισε κι ο ίδιος. Τι σήμαινε; Δεν τον ένοιαζε. Φτάνει που ξαναενώθηκε με την μητέρα του, που θυμήθηκε.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ!”, είπαν κι οι δύο, σαν ένα.
Το μάτι τού άνοιξε την “πόρτα”.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ!”
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ!”
Ο Τζίμι περπάτησε και, αργά αργά, πέρασε το μηχάνημα.
“Μην με ξεχάσεις”
“Ζητείται ελπίς”
“Ζητείται...ελπίς”
“Ζητείται ...”
“Ζητείται...”
“Ο επόμενος, παρακαλώ.”, είπε το μάτι.
Κι άλλες αφίσες μπροστά, αυτήν τη φορά χρυσές. Η πόρτα πίσω του είχε γίνει μπρούτζινη.
Συνέχισε να προχωράει, με ένα κενό βλέμμα στα μάτια του.
Ελένη Μουχλή
Photo Credits: Kathrik Sridharan