Έξι κόκκοι ρύζι... Αυτό θα έτρωγε σήμερα. Έξι κόκκους ρύζι! Όταν βρισκόταν στην Ελλάδα έτρωγε κάθε μέρα κανονικό φαγητό. Για να μη μιλήσει για τα τραπέζια των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, τού Πάσχα, που μαζευόταν όλη η οικογένεια κάθε χρόνο και έτρωγε αρνί και γαλοπούλα. Γαλοπούλα... Έχει να φάει γαλοπούλα από την τελευταία ανέμελη μέρα του στην Αθήνα... Ανήμερα της 25ης Δεκεμβρίου στάλθηκε αυτό το γράμμα που άλλαξε τη ζωή του. Δε θα το ξεχάσει ποτέ, ακόμη κι όταν φτάσει τα ογδόντα -αν τα φτάσει- και πάλι θα το θυμάται!
Τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει πολύ. Δεν μπορούσε να ξέρει πόσο ακριβώς, όμως ήταν εμφανή τα κόκαλά του, ενώ πριν δεν ήταν. Θα έλεγε κανείς πως δεν είναι δεκαέξι, αλλά δώδεκα. Τόσο μεγάλη ήταν η διαφορά στο σώμα του πριν και τώρα. Και η κατάσταση όλο και αυξανόταν. Η κατάσταση δεν τον βοηθούσε. Δεν είχε νερό, οι μερίδες φαγητού ήταν πολύ μικρές και οι συνθήκες ζωής άθλιες. Απορούσε πώς τα είχε καταφέρει ως τώρα...
Έφαγε βιαστικά το ρύζι και επέστρεψε στο σπίτι, γιατί, ενώ ο καιρός μόλις είχε αρχίσει να "γλυκαίνει", τώρα έκανε πάλι κρύο και ψιχάλιζε. Μόλις μπήκε, είδε τη μητέρα του να κλαίει. Τότε, κατάλαβε πως κάτι κακό είχε συμβεί. "Πέθανε", άκουσε ξαφνικά από τα χείλη της. "Ο μπαμπάς πέθανε". "Τι; Όχι! Δεν μπορεί!", είπε και έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιο του πατέρα. Τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια.
"Λιπόθυμος είναι", σκεφτόταν για να καθησυχάσει τον εαυτό του. Του πήρε το σφυγμό. Ήξερε να το κάνει πολύ καλά αυτό. Το είχε μάθει στο σχολείο. Ενώνεις τον αντίχειρα με τον παράμεσο και πιέζεις τον αυχένα του θύματος. Αυτό έκανε. Όμως δεν μπορούσε να βρει τους παλμούς του. Προσπαθούσε ξανά και ξανά. Όχι! Τίποτα! Οι αισθήσεις της μητέρας δεν την είχαν ξεγελάσει. Ούτε οι αισθήσεις του ίδιου του του εαυτού. Ο πατέρας είχε πεθάνει, ήταν νεκρός.
"Είναι νεκρός", είπε από μέσα του, μα δεν το πίστευε. "Είναι νεκρός, είναι νεκρός" σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, αλλά δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ένα τόσο στενό μέλος της οικογένειάς του δεν υπάρχει πια! Δεν ήταν ικανός να ζήσει με αυτή την ιδέα! Δε θα του ήταν εύκολο να αναρρώσει από ένα τόσο μεγάλο σοκ! Ήταν μια εμπειρία που δε ήθελε να έχει στη ζωή του!
Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. "Θέλω να μείνω λίγο μόνος", είπε στη μητέρα του, η οποία είχε αρχίσει να τον ακολουθεί.
Μόλις έφτασε στο δωματιό του, έκλεισε καλά την πόρτα, κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ο ίδιος. Τόσο μεγάλο ήταν το σοκ που βίωνε. Δεν τον ένοιαζε τίποτα από εδώ και πέρα. Ούτε καν ο δικός του θάνατος.
Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του μιλούσε συνεχώς για τον πατέρα. Αναφερόταν σε έναν καλόκαρδο κι έντιμο άνθρωπο, ο οποίος όμως αναγκάστηκε να πολεμήσει χωρίς τη θέλησή του. Αυτός που πρόλαβε τελικά να γνωρίσει ήταν ένας γενναίος πολεμιστής της ζωής, που πάλευε καθημερινά με το θάνατο. Όσο ζούσε εκείνος , έπαιρνε θάρρος και πίστευε ότι θα τα καταφέρει κι ο ίδιος. Τώρα που πέθανε, έχασε αυτή την ελπίδα. Δεν είχε τίποτα που να του δίνει δύναμη. Ήταν μόνος. Η μητέρα του δεν ήταν τόσο γενναία. Δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ένιωθε ότι θα πέθαινε από στιγμή σε στιγμή.
Και ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Τραντάχτηκε. Έκανε να δει από που έρχεται ο θόρυβος. Και είδε κάτι άλλο. Είδε μια τρύπα στην οροφή. Ήταν σίγουρα από σφαίρα. Τώρα πια δεν τον ένοιαζε ποιος πυροβόλησε, αλλά που. Και το "που" ήταν τα σπίτια της περιοχής. Και η πρώτη σφαίρα έπεσε στο σπίτι του, στο δωμάτιό του.
Όλα αυτά τα σκέφτηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ακολούθησε "βροχή" πυροβολισμών. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έσκυψε για να χρησιμοποιήσει το κρεβάτι του σαν ασπίδα για τις σφαίρες.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ευχόταν να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Οι στιγμές αυτές ίσως ήταν οι τελευταίες της ζωής του. Κάθε οβίδα έπεφτε όλο και πιο κοντά του. Μία, μάλιστα, πέρασε ξυστά από το κεφάλι του. Στις ρωγμές του τοίχου είχαν προστεθεί δεκάδες τρύπες. Ο ήρωάς μας ένιωθε πως θα έπεφτε το ταβάνι πάνω του και θα τον πλάκωνε. Παρόλα αυτά προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: "Δε θα πεθάνω", σκεφτόταν από μέσα του, "δε θα πεθάνω", ψιθύριζε σιγανά στον εαυτό του. "Δε θα πεθάνω, δε θα πεθάνω, δε θα πεθάνω"!
...Και δεν πέθανε. Ύστερα από αρκετή ώρα οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Δεν ακουγόταν πια τίποτα άλλο εκτός από τον αέρα, που ήταν δυνατός εκείνο το βράδυ - γιατί είχε βραδιάσει. Πέρασαν πολλές ώρες από τη στιγμή που άκουσε το πρώτο "μπαμ".
Άκουσε μια φωνή. Ήταν η φωνή της μητέρας του που τον φώναζε για να δει αν είναι καλά. Έσπευσε να βγει από το δωμάτιο για να την καθησυχάσει. Μόλις την αντίκρισε, ένιωσε σε μεγάλο βαθμό την ανακούφιση που δεν είχε χάσει κι εκείνη την ίδια μέρα. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Ο ήρωάς μας δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά τέτοια ανακούφιση. Ήταν μόλις τρεις μήνες που βρισκόταν εκεί, στη Συρία, και ήταν το δεύτερο παρόμοιο περιστατικό που βίωσε. Το πρώτο διήρκησε πέντε λεπτά, αυτό όμως είχε πολλή διάρκεια, ίσως δύο ή τρεις ώρες. Η στιγμή αυτή θα σημαδεύει για πάντα τη ζωή του.
Μόλις βγήκε από την αγκαλιά της μητέρας του, επέστρεψε αμέσως στο δωμάτιό του. Ήθελε να ξαπλώσει, να ηρεμήσει. Η σημερινή ημέρα είχε σημαδευτεί από μεγάλη ψυχική φόρτιση. Και είχε σχεδόν τελειώσει.
...Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν ακόμη νωρίς. Απλώς σκεφτόταν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της μέρας. Ξύπνησε έχοντας δει εφιάλτη. Του είχαν φωνάξει στην ουρά για το συσσίτιο, είχε πεθάνει ο πατέρας του είχε πεθάνει, βομβαρδίστηκε όλη η περιοχή. όχι, δεν ήταν εφιάλτης...Ήταν η ζωή του. Η μαρτυρική ζωή του. Κάθε στιγμή ευχόταν όλο αυτό να τελειώσει και να ξυπνήσει στο σπίτι του στην Αθήνα. Όμως αυτό δε γινόταν ποτέ. Ο εφιάλτης θα συνεχιζόταν για χρόνια, ίσως για πάντα. Κι αν συνεχιστεί για πάντα ίσως αναγκαστεί και ο ίδιος να πολεμήσει. Κι αν πολεμήσει μπορεί και να...
Δεν μπορούσε να σκέφτεται άλλο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Εγκαταλελειμμένα κτήρια, αίματα παντού, πτώματα...Κοίταξε έναν τοίχο. Πάνω είχε χαραγμένες στα συριακά διάφορες φράσεις, όπως "Βοήθεια" ή "Μας σκοτώνουνε" ή "Δεν αντέχουμε άλλο". Ήθελε κι εκείνος να γράψει κάτι. Αλλά τι; Μπορούσε να σκεφτεί μόνο ελληνικές φράσεις. Όμως δεν του έφτανε αυτό. Αυτό που θα έγραφε έπρεπε να κάνει εντύπωση, να μείνει στον περαστικό.
Του ήρθε στο μυαλό ο τίτλος του τελευταίου διηγήματος της Γ' Γυμνασίου. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πέρασε την πόρτα του δωματίου του, έστριψε δεξιά και βγήκε από το σπίτι.
Περπατούσε με αυτοπεποίθηση. Σε κάθε του βήμα ερχόταν όλο και πιο κοντά στον προορισμό του. Θα μπορούσε επιτέλους να μπει κι αυτός στην εξίσωση, να κάνει επανάσταση. Πριν λίγες ώρες πέθανε ο πατέρας του. Έπρεπε να δείξει ότι απέκτησε ένα γιο φιλειρηνιστή. Κι ήταν έτοιμος να το δείξει αυτό.
Επιτέλους έφτασε. Εξέτασε προσεκτικά τα ερείπια. Βρήκε ένα μυτερό σίδερο, χάραξε στον τοίχο δύο λέξεις κι έφυγε. Επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ναι, τώρα πιο εμφανές ήταν μόνο αυτό που είχε γράψει εκείνος. Δε θα το καταλάβαινε κανένας, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν γραμμένο στα ελληνικά για κείνον, όμως, ήταν γραμμένο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Όλοι μπορούσαν να τον καταλάβουν και να αισθανθούν πώς είναι η ζωή στη Συρία. Όλοι ανεξαιρέτως.
Ξανακοίταξε τον τοίχο. Είχε αλλάξει. Τώρα δε φαίνονταν πολλές φράσεις. Μόνο μία:
"ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ"
Βαγγέλης Χριστοδούλου
Photo credits: John Saeyong Ra
Έφαγε βιαστικά το ρύζι και επέστρεψε στο σπίτι, γιατί, ενώ ο καιρός μόλις είχε αρχίσει να "γλυκαίνει", τώρα έκανε πάλι κρύο και ψιχάλιζε. Μόλις μπήκε, είδε τη μητέρα του να κλαίει. Τότε, κατάλαβε πως κάτι κακό είχε συμβεί. "Πέθανε", άκουσε ξαφνικά από τα χείλη της. "Ο μπαμπάς πέθανε". "Τι; Όχι! Δεν μπορεί!", είπε και έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιο του πατέρα. Τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια.
"Λιπόθυμος είναι", σκεφτόταν για να καθησυχάσει τον εαυτό του. Του πήρε το σφυγμό. Ήξερε να το κάνει πολύ καλά αυτό. Το είχε μάθει στο σχολείο. Ενώνεις τον αντίχειρα με τον παράμεσο και πιέζεις τον αυχένα του θύματος. Αυτό έκανε. Όμως δεν μπορούσε να βρει τους παλμούς του. Προσπαθούσε ξανά και ξανά. Όχι! Τίποτα! Οι αισθήσεις της μητέρας δεν την είχαν ξεγελάσει. Ούτε οι αισθήσεις του ίδιου του του εαυτού. Ο πατέρας είχε πεθάνει, ήταν νεκρός.
"Είναι νεκρός", είπε από μέσα του, μα δεν το πίστευε. "Είναι νεκρός, είναι νεκρός" σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, αλλά δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ένα τόσο στενό μέλος της οικογένειάς του δεν υπάρχει πια! Δεν ήταν ικανός να ζήσει με αυτή την ιδέα! Δε θα του ήταν εύκολο να αναρρώσει από ένα τόσο μεγάλο σοκ! Ήταν μια εμπειρία που δε ήθελε να έχει στη ζωή του!
Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. "Θέλω να μείνω λίγο μόνος", είπε στη μητέρα του, η οποία είχε αρχίσει να τον ακολουθεί.
Μόλις έφτασε στο δωματιό του, έκλεισε καλά την πόρτα, κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ο ίδιος. Τόσο μεγάλο ήταν το σοκ που βίωνε. Δεν τον ένοιαζε τίποτα από εδώ και πέρα. Ούτε καν ο δικός του θάνατος.
Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του μιλούσε συνεχώς για τον πατέρα. Αναφερόταν σε έναν καλόκαρδο κι έντιμο άνθρωπο, ο οποίος όμως αναγκάστηκε να πολεμήσει χωρίς τη θέλησή του. Αυτός που πρόλαβε τελικά να γνωρίσει ήταν ένας γενναίος πολεμιστής της ζωής, που πάλευε καθημερινά με το θάνατο. Όσο ζούσε εκείνος , έπαιρνε θάρρος και πίστευε ότι θα τα καταφέρει κι ο ίδιος. Τώρα που πέθανε, έχασε αυτή την ελπίδα. Δεν είχε τίποτα που να του δίνει δύναμη. Ήταν μόνος. Η μητέρα του δεν ήταν τόσο γενναία. Δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ένιωθε ότι θα πέθαινε από στιγμή σε στιγμή.
Και ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Τραντάχτηκε. Έκανε να δει από που έρχεται ο θόρυβος. Και είδε κάτι άλλο. Είδε μια τρύπα στην οροφή. Ήταν σίγουρα από σφαίρα. Τώρα πια δεν τον ένοιαζε ποιος πυροβόλησε, αλλά που. Και το "που" ήταν τα σπίτια της περιοχής. Και η πρώτη σφαίρα έπεσε στο σπίτι του, στο δωμάτιό του.
Όλα αυτά τα σκέφτηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ακολούθησε "βροχή" πυροβολισμών. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έσκυψε για να χρησιμοποιήσει το κρεβάτι του σαν ασπίδα για τις σφαίρες.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ευχόταν να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Οι στιγμές αυτές ίσως ήταν οι τελευταίες της ζωής του. Κάθε οβίδα έπεφτε όλο και πιο κοντά του. Μία, μάλιστα, πέρασε ξυστά από το κεφάλι του. Στις ρωγμές του τοίχου είχαν προστεθεί δεκάδες τρύπες. Ο ήρωάς μας ένιωθε πως θα έπεφτε το ταβάνι πάνω του και θα τον πλάκωνε. Παρόλα αυτά προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: "Δε θα πεθάνω", σκεφτόταν από μέσα του, "δε θα πεθάνω", ψιθύριζε σιγανά στον εαυτό του. "Δε θα πεθάνω, δε θα πεθάνω, δε θα πεθάνω"!
...Και δεν πέθανε. Ύστερα από αρκετή ώρα οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Δεν ακουγόταν πια τίποτα άλλο εκτός από τον αέρα, που ήταν δυνατός εκείνο το βράδυ - γιατί είχε βραδιάσει. Πέρασαν πολλές ώρες από τη στιγμή που άκουσε το πρώτο "μπαμ".
Άκουσε μια φωνή. Ήταν η φωνή της μητέρας του που τον φώναζε για να δει αν είναι καλά. Έσπευσε να βγει από το δωμάτιο για να την καθησυχάσει. Μόλις την αντίκρισε, ένιωσε σε μεγάλο βαθμό την ανακούφιση που δεν είχε χάσει κι εκείνη την ίδια μέρα. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Ο ήρωάς μας δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά τέτοια ανακούφιση. Ήταν μόλις τρεις μήνες που βρισκόταν εκεί, στη Συρία, και ήταν το δεύτερο παρόμοιο περιστατικό που βίωσε. Το πρώτο διήρκησε πέντε λεπτά, αυτό όμως είχε πολλή διάρκεια, ίσως δύο ή τρεις ώρες. Η στιγμή αυτή θα σημαδεύει για πάντα τη ζωή του.
Μόλις βγήκε από την αγκαλιά της μητέρας του, επέστρεψε αμέσως στο δωμάτιό του. Ήθελε να ξαπλώσει, να ηρεμήσει. Η σημερινή ημέρα είχε σημαδευτεί από μεγάλη ψυχική φόρτιση. Και είχε σχεδόν τελειώσει.
...Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν ακόμη νωρίς. Απλώς σκεφτόταν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της μέρας. Ξύπνησε έχοντας δει εφιάλτη. Του είχαν φωνάξει στην ουρά για το συσσίτιο, είχε πεθάνει ο πατέρας του είχε πεθάνει, βομβαρδίστηκε όλη η περιοχή. όχι, δεν ήταν εφιάλτης...Ήταν η ζωή του. Η μαρτυρική ζωή του. Κάθε στιγμή ευχόταν όλο αυτό να τελειώσει και να ξυπνήσει στο σπίτι του στην Αθήνα. Όμως αυτό δε γινόταν ποτέ. Ο εφιάλτης θα συνεχιζόταν για χρόνια, ίσως για πάντα. Κι αν συνεχιστεί για πάντα ίσως αναγκαστεί και ο ίδιος να πολεμήσει. Κι αν πολεμήσει μπορεί και να...
Δεν μπορούσε να σκέφτεται άλλο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Εγκαταλελειμμένα κτήρια, αίματα παντού, πτώματα...Κοίταξε έναν τοίχο. Πάνω είχε χαραγμένες στα συριακά διάφορες φράσεις, όπως "Βοήθεια" ή "Μας σκοτώνουνε" ή "Δεν αντέχουμε άλλο". Ήθελε κι εκείνος να γράψει κάτι. Αλλά τι; Μπορούσε να σκεφτεί μόνο ελληνικές φράσεις. Όμως δεν του έφτανε αυτό. Αυτό που θα έγραφε έπρεπε να κάνει εντύπωση, να μείνει στον περαστικό.
Του ήρθε στο μυαλό ο τίτλος του τελευταίου διηγήματος της Γ' Γυμνασίου. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πέρασε την πόρτα του δωματίου του, έστριψε δεξιά και βγήκε από το σπίτι.
Περπατούσε με αυτοπεποίθηση. Σε κάθε του βήμα ερχόταν όλο και πιο κοντά στον προορισμό του. Θα μπορούσε επιτέλους να μπει κι αυτός στην εξίσωση, να κάνει επανάσταση. Πριν λίγες ώρες πέθανε ο πατέρας του. Έπρεπε να δείξει ότι απέκτησε ένα γιο φιλειρηνιστή. Κι ήταν έτοιμος να το δείξει αυτό.
Επιτέλους έφτασε. Εξέτασε προσεκτικά τα ερείπια. Βρήκε ένα μυτερό σίδερο, χάραξε στον τοίχο δύο λέξεις κι έφυγε. Επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ναι, τώρα πιο εμφανές ήταν μόνο αυτό που είχε γράψει εκείνος. Δε θα το καταλάβαινε κανένας, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν γραμμένο στα ελληνικά για κείνον, όμως, ήταν γραμμένο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Όλοι μπορούσαν να τον καταλάβουν και να αισθανθούν πώς είναι η ζωή στη Συρία. Όλοι ανεξαιρέτως.
Ξανακοίταξε τον τοίχο. Είχε αλλάξει. Τώρα δε φαίνονταν πολλές φράσεις. Μόνο μία:
"ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ"
Βαγγέλης Χριστοδούλου
Photo credits: John Saeyong Ra